υπόλημψις

υπόλημψις
-ήμψεως, ἡ, Α
(μτγν. τ.) βλ. υπόληψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπόληψη — η / ὑπόληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπόλημψις, Α [ὑπολαμβάνω] η καλή γνώμη που διαμορφώνει κανείς για κάποιον ή για κάτι, εκτίμηση, σεβασμός (α. «είναι άνθρωπος με υπόληψη» β. «ἔργοις τὴν δόξαν καὶ τὴν τῶν στρατιωτῶν ὑπόληψιν ἐπιστοῡτο»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”